αυθεντία

αυθεντία
η (AM αὐθεντία) [αυθέντης]
νεοελλ.
1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης
2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός
μσν.
1. το αξίωμα του «αυθέντου»
2. η τάξη των αρχόντων
3. η περιοχή στην οποία ασκεί την εξουσία του ο αυθέντης (πρβλ. και αφεντιά)
αρχ.
1. η απόλυτη κυριότητα
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐθεντία — αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc/acc dual αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίᾳ — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθεντία — η το αναμφισβήτητο κύρος της γνώμης κάποιου σε κάτι: Στα θέματα αυτά ο Α είναι αυθεντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐθεντίας — αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem acc pl αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαι — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαν — αὐθεντίᾱν , αὐθεντία absolute sway fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαις — αὐθεντία absolute sway fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”